ωλεσίκαρπος

ωλεσίκαρπος
και ὀλεσίκαρπος, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγονος
3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» — τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης ευνούχοι ιερείς (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + καρπός (πρβλ. τελεσί-καρπος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- τού τ. ὠλεσί-καρπος, που είναι πιθ. και ο αρχαιότερος, οφείλεται σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠλεσίκαρπος — losing its fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλεσίκαρπον — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem acc sg ὠλεσίκαρπος losing its fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλεσικάρπους — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλεσίκαρπα — ὠλεσίκαρπος losing its fruit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλεσίκαρποι — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ολεσίκαρπος — ὀλεσίκαρπος, ον (ΑΜ) βλ. ωλεσίκαρπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”